- παλάβρα
- η1) бахвальство, хвастовство; 2) см. παλαβάδα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλάβρα — η 1. κενός λόγος, λόγος χωρίς νόημα που λέγεται μόνο για να κάνει εντύπωση 2. (κατ επέκτ.) παλαβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπανοεβρ. palavra < λατ. parabola < παραβολή] … Dictionary of Greek
παλάβρα — η η ανόητη κουβέντα, η καύχηση, η μωρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… … Dictionary of Greek
παλάβρας — ο [παλάβρα] 1. παλαβός 2. αυτός που λέει παλάβρες … Dictionary of Greek
παλαβρός — ο [παλάβρα] παλάβρας … Dictionary of Greek
palavră — PALÁVRĂ, palavre, s.f. (fam.; mai ales la pl.) Vorbă, afirmaţie lipsită de seriozitate sau de temei; fleac; balivernă, braşoavă. – Din tc. palavra, ngr. palávra. Trimis de valeriu, 12.11.2008. Sursa: DEX 98 PALÁVRĂ s. 1. (mai ales la pl.) fleac … Dicționar Român
παλάβρας — ο ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)